- εμβρυουλκία
- η (AM ἐμβρυουλκία)η επέμβαση κατά τον τοκετό κατά την οποία εξάγεται το έμβρυο με τη χρησιμοποίηση εμβρυουλκού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμβρυουλκία — ἐμβρυουλκίᾱ , ἐμβρυουλκία extraction of the foetus fem nom/voc/acc dual ἐμβρυουλκίᾱ , ἐμβρυουλκία extraction of the foetus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβρυουλκία — η η χρησιμοποίηση του εμβρυουλκού (βλ. λ.) σε περίπτωση δύσκολου τοκετού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμβρυουλκίας — ἐμβρυουλκίᾱς , ἐμβρυουλκία extraction of the foetus fem acc pl ἐμβρυουλκίᾱς , ἐμβρυουλκία extraction of the foetus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρυουλκίαν — ἐμβρυουλκίᾱν , ἐμβρυουλκία extraction of the foetus fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρυουλκίαις — ἐμβρυουλκία extraction of the foetus fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)